πολιτοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_3) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῑτοκάπηλος''': [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς δημοσίας θέσεις, Σουΐδ. ἐν λ. Ζήνων. | |lstext='''πολῑτοκάπηλος''': [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς δημοσίας θέσεις, Σουΐδ. ἐν λ. Ζήνων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εμπορεύεται τις δημόσιες θέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολίτης]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ανδρο</i>-[[κάπηλος]], <i>σωματο</i>-[[κάπηλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A jobber in public offices, Malch. ap. Suid. s.v. Ζήνων.
German (Pape)
[Seite 657] ὁ, der mit dem Staate, den Bürgern Handel treibt, Suid. v. Ζήνων.
Greek (Liddell-Scott)
πολῑτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς δημοσίας θέσεις, Σουΐδ. ἐν λ. Ζήνων.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εμπορεύεται τις δημόσιες θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κάπηλος (πρβλ. ανδρο-κάπηλος, σωματο-κάπηλος)].