πολιτευτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(33) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιτευτικός''': -ή, -όν, πολ. [[μετριοπάθεια]], πολ. [[θέμις]], πολ. [[φρόνησις]], πολ. [[σχῆμα]] Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 302, 15. τ, Β΄, σ. 44. 5, 47, 16, 108, 4, ἔκδ. Λ. ― Ἐν τῷ Θησ. Στ. κεῖται μόνον τὸ πολιτευτικῶς ἐκ τοῦ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ., ἀλλὰ μὲ σημείωσιν: «sed. cod Raven. et Ven. πολιτικῶς», [[ὥστε]] ἠπιστήθη [[ἐκεῖ]] ἡ [[λέξις]]· Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | |lstext='''πολιτευτικός''': -ή, -όν, πολ. [[μετριοπάθεια]], πολ. [[θέμις]], πολ. [[φρόνησις]], πολ. [[σχῆμα]] Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 302, 15. τ, Β΄, σ. 44. 5, 47, 16, 108, 4, ἔκδ. Λ. ― Ἐν τῷ Θησ. Στ. κεῖται μόνον τὸ πολιτευτικῶς ἐκ τοῦ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ., ἀλλὰ μὲ σημείωσιν: «sed. cod Raven. et Ven. πολιτικῶς», [[ὥστε]] ἠπιστήθη [[ἐκεῖ]] ἡ [[λέξις]]· Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Μ [[πολιτευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτευτή («πολιτευτική [[μετριοπάθεια]]», Μιχ. Ακόμ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πολιτευτικός: -ή, -όν, πολ. μετριοπάθεια, πολ. θέμις, πολ. φρόνησις, πολ. σχῆμα Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 302, 15. τ, Β΄, σ. 44. 5, 47, 16, 108, 4, ἔκδ. Λ. ― Ἐν τῷ Θησ. Στ. κεῖται μόνον τὸ πολιτευτικῶς ἐκ τοῦ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ., ἀλλὰ μὲ σημείωσιν: «sed. cod Raven. et Ven. πολιτικῶς», ὥστε ἠπιστήθη ἐκεῖ ἡ λέξις· Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ πολιτευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτευτή («πολιτευτική μετριοπάθεια», Μιχ. Ακόμ.).