πολυαῦλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />aux nombreux sillons, vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[αὖλαξ]].
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />aux nombreux sillons, vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[αὖλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που ποτίζεται με [[πολλά]] αυλάκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]], -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγ</i>-<i>αύλαξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαῦλαξ Medium diacritics: πολυαῦλαξ Low diacritics: πολυαύλαξ Capitals: ΠΟΛΥΑΥΛΑΞ
Transliteration A: polyaûlax Transliteration B: polyaulax Transliteration C: polyaylaks Beta Code: poluau=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, τό,

   A with many furrows, πεδίον π. AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 660] ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ ὀλιγαῦλαξ, Ἀνθ. Π. 6. 238· Αἴγυπτος Χρησ. Σιβ. 4. 72.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreux sillons, vaste.
Étymologie: πολύς, αὖλαξ.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγ-αύλαξ)].