Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυλάλητος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠλάλητος''': -ον, = [[πολύλαλος]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 187. ΙΙ. ὁ [[συχνάκις]] λεγόμενος, Εὐστ. 861. 33.
|lstext='''πολῠλάλητος''': -ον, = [[πολύλαλος]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 187. ΙΙ. ὁ [[συχνάκις]] λεγόμενος, Εὐστ. 861. 33.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που επαναλαμβάνεται [[συχνά]] στον λόγο<br /><b>αρχ.</b><br />[[αθυρόστομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λαλητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λαλῶ</i>), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-<i>λάλητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυλάλητος Medium diacritics: πολυλάλητος Low diacritics: πολυλάλητος Capitals: ΠΟΛΥΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polylálētos Transliteration B: polylalētos Transliteration C: polylalitos Beta Code: polula/lhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A gloss on ἀθυρόστομος, Sch.S.Ph.188.    II often repeated, of a common epithet, Eust.861.33.

German (Pape)

[Seite 665] = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠλάλητος: -ον, = πολύλαλος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 187. ΙΙ. ὁ συχνάκις λεγόμενος, Εὐστ. 861. 33.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο
αρχ.
αθυρόστομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο-λάλητος].