πολυσθενής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très fort.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σθένος]].
|btext=ής, ές :<br />très fort.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σθένος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> αυτός του οποίου το [[σθένος]] [[είναι]] [[πάνω]] από ένα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολύ [[σθένος]], πολλή [[δύναμη]], πολύ [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσθενής Medium diacritics: πολυσθενής Low diacritics: πολυσθενής Capitals: ΠΟΛΥΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: polysthenḗs Transliteration B: polysthenēs Transliteration C: polysthenis Beta Code: polusqenh/s

English (LSJ)

ές,

   A of great might, νηῶν ὅπλον Epic.Alex.Adesp.9 ii 11, cf. Luc.Trag.192, Q.S.2.205, al. σῐνής, ές, (σίνομαι) very hurtful, baneful, κύων A.Ch.446 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσθενής: -ές, ὁ ἔχων πολὺ σθένος, Λουκ. Τραγῳδ. 192, Κόϊντ. Σμ. 2. 205.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très fort.
Étymologie: πολύς, σθένος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α
νεοελλ.
χημ. αυτός του οποίου το σθένος είναι πάνω από ένα
αρχ.
αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σθενής (< σθένος)].