πολύχεσος: Difference between revisions

33
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύχεσος''': -ον, ([[χέζω]])· πολύχεσον [[νόσημα]], ἡ [[διάρροια]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.
|lstext='''πολύχεσος''': -ον, ([[χέζω]])· πολύχεσον [[νόσημα]], ἡ [[διάρροια]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σος</i>, [[κατά]] το <i>κόμπα</i>-<i>σος</i>].
}}
}}