πολύφορτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφορτος''': -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, [[κατάφορτος]], Μανέθων 3. 241· [[πλούσιος]], Βίος Ὁμήρου 1.
|lstext='''πολύφορτος''': -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, [[κατάφορτος]], Μανέθων 3. 241· [[πλούσιος]], Βίος Ὁμήρου 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ φορτωμένος, [[κατάφορτος]] («[[νηῶν]] πολυφόρτων», Μαν.)<br /><b>2.</b> [[πλούσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φόρτος]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>φορτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφορτος Medium diacritics: πολύφορτος Low diacritics: πολύφορτος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: polýphortos Transliteration B: polyphortos Transliteration C: polyfortos Beta Code: polu/fortos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A heavily laden, Man.3.241; σύγχυσις Lyd.Mag. 3.1.    2 rich, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1.

German (Pape)

[Seite 676] Her. vit. Hom. 1, reich beladen, Ggstz von βραχέα τοῦ βίου ἔχων.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορτος: -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, κατάφορτος, Μανέθων 3. 241· πλούσιος, Βίος Ὁμήρου 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτοςνηῶν πολυφόρτων», Μαν.)
2. πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φόρτος (πρβλ. βαρύ-φορτος)].