πορφυρόκαυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πορφῠρόκαυλος''': -ον, ὁ ἔχων πορφυροῦν καυλόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 6. | |lstext='''πορφῠρόκαυλος''': -ον, ὁ ἔχων πορφυροῦν καυλόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει καυλό, βλαστό με πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[καυλός]] «[[βλαστός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with purple stalk, Thphr.HP7.4.6.
German (Pape)
[Seite 686] mit purpurnem Stengel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόκαυλος: -ον, ὁ ἔχων πορφυροῦν καυλόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 6.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει καυλό, βλαστό με πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + καυλός «βλαστός»].