ποτάμαρχος: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(No difference)
|
Revision as of 12:20, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν
ο ποταμάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].
(33) |
(No difference)
|
ο, Ν
ο ποταμάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].