ποτάμαρχος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ο ποταμάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύαρχος].