ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ο, Νο ποταμάρχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύαρχος].