ποταμάρχης

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

ο, Ν
(επί βενετοκρατίας και τουρκοκρατίας) υπάλληλος της δημογεροντίας που επέβλεπε την ύδρευση και την άρδευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -άρχης (< άρχω), πρβλ. νομάρχης].