πρήγιστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρήγιστος''': βουλῆς· (= [[πρέσβιστος]]), ὡς ὁ ἐν Σπάρτῃ [[πρέσβυς]] γερόντων, Ἐπιγρ. Ἱεραπυτν. Κρήτης τῶν μ. Χρ. Ῥωμ. χρόνων CIG 2562. | |lstext='''πρήγιστος''': βουλῆς· (= [[πρέσβιστος]]), ὡς ὁ ἐν Σπάρτῃ [[πρέσβυς]] γερόντων, Ἐπιγρ. Ἱεραπυτν. Κρήτης τῶν μ. Χρ. Ῥωμ. χρόνων CIG 2562. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πρίγιστος]], -η, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πρέσβιστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
(v. πρεῖγυς,), GDI3742.4 (Cos).
Greek (Liddell-Scott)
πρήγιστος: βουλῆς· (= πρέσβιστος), ὡς ὁ ἐν Σπάρτῃ πρέσβυς γερόντων, Ἐπιγρ. Ἱεραπυτν. Κρήτης τῶν μ. Χρ. Ῥωμ. χρόνων CIG 2562.
Greek Monolingual
και πρίγιστος, -η, -ον, Α
βλ. πρέσβιστος.