προδιαλογίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(6_1) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προδιαλογίζομαι''': [[διαλογίζομαι]], [[ἐξετάζω]] [[καλῶς]] πρότερον, Χρύσιππ. παρὰ Γαλην. 5. 150. | |lstext='''προδιαλογίζομαι''': [[διαλογίζομαι]], [[ἐξετάζω]] [[καλῶς]] πρότερον, Χρύσιππ. παρὰ Γαλην. 5. 150. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[εξετάζω]] [[κάτι]] προσεκτικά εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαλογίζομαι]] «[[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]], [[εξετάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A discuss previously, Chrysipp.Stoic.3.129.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαλογίζομαι: διαλογίζομαι, ἐξετάζω καλῶς πρότερον, Χρύσιππ. παρὰ Γαλην. 5. 150.
Greek Monolingual
Α
εξετάζω κάτι προσεκτικά εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαλογίζομαι «σκέπτομαι, συλλογίζομαι, εξετάζω»].