προεισαγωγικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6_10) |
(34) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεισᾰγωγικός''': -ή, -όν, [[εἰσαγωγικός]], ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167. | |lstext='''προεισᾰγωγικός''': -ή, -όν, [[εἰσαγωγικός]], ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προεισαγωγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προεισαγωγή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προεισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προκαταρκτικός]] («προεισαγωγική [[ανάκριση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προεισαγωγικώς</i> και <i>προεισαγωγικά</i> Ν<br /><b>1.</b> με τη [[μορφή]] προεισαγωγής<br /><b>2.</b> προκαταρκτικά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
προεισᾰγωγικός: -ή, -όν, εἰσαγωγικός, ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προεισαγωγικός, -ή, -όν, ΝΑ προεισαγωγή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή
νεοελλ.
προκαταρκτικός («προεισαγωγική ανάκριση»).
επίρρ...
προεισαγωγικώς και προεισαγωγικά Ν
1. με τη μορφή προεισαγωγής
2. προκαταρκτικά.