προεισαγωγικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(6_10)
 
(34)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεισᾰγωγικός''': -ή, -όν, [[εἰσαγωγικός]], ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167.
|lstext='''προεισᾰγωγικός''': -ή, -όν, [[εἰσαγωγικός]], ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προεισαγωγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προεισαγωγή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προεισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προκαταρκτικός]] («προεισαγωγική [[ανάκριση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προεισαγωγικώς</i> και <i>προεισαγωγικά</i> Ν<br /><b>1.</b> με τη [[μορφή]] προεισαγωγής<br /><b>2.</b> προκαταρκτικά.
}}
}}

Latest revision as of 12:21, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

προεισᾰγωγικός: -ή, -όν, εἰσαγωγικός, ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προεισαγωγικός, -ή, -όν, ΝΑ προεισαγωγή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή
νεοελλ.
προκαταρκτικός («προεισαγωγική ανάκριση»).
επίρρ...
προεισαγωγικώς και προεισαγωγικά Ν
1. με τη μορφή προεισαγωγής
2. προκαταρκτικά.