προικῷος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(6_4) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προικῷος''': -α, -ον, = [[προίκειος]], παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ. | |lstext='''προικῷος''': -α, -ον, = [[προίκειος]], παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[προικῷος]], -ῴα, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προίκα]] ή αυτός που προέρχεται από [[προικοδότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προικώο [[σύμφωνο]]» — το [[προικοσύμφωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῷος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πατρ</i>-<i>ῷος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = προικιμαῖος 2, EM582.29, Gloss.
German (Pape)
[Seite 725] = προικιμαῖος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προικῷος: -α, -ον, = προίκειος, παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / προικῷος, -ῴα, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση
νεοελλ.
φρ. «προικώο σύμφωνο» — το προικοσύμφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ῷος (πρβλ. πατρ-ῷος)].