προορατικός: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_11) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προορᾱτικός''': -ή, -όν, ὁ ταχὺς εἰς τὸ νὰ προΐδῃ τι, [[προβλεπτικός]], Ἀριστ. π. Μαντικῆς 2. 2· τῶν ἀδήλων Φίλων 2. 176· τὸ πρ. [[μέρος]] τῆς τέχνης, τῆς ἰατρικῆς τὸ προληπτικὸν τῆς ἀσθενείας, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 302. 82. | |lstext='''προορᾱτικός''': -ή, -όν, ὁ ταχὺς εἰς τὸ νὰ προΐδῃ τι, [[προβλεπτικός]], Ἀριστ. π. Μαντικῆς 2. 2· τῶν ἀδήλων Φίλων 2. 176· τὸ πρ. [[μέρος]] τῆς τέχνης, τῆς ἰατρικῆς τὸ προληπτικὸν τῆς ἀσθενείας, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 302. 82. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προορατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προορῶ]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προβλέπει, ο [[προνοητικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προορατικόν</i><br />η [[ικανότητα]] πρόβλεψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ προορατικὸν [[μέρος]] τῆς τέχνης» — η προφητική [[ικανότητα]] στην [[αστρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προορατικῶς</i> Μ<br />με [[προορατικότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A quick at foreseeing, Arist.Div.Somn. 463b15; τῶν ἀδήλων Ph.2.176; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως Gal.UP5.8; τὸ π. μέρος τῆς τέχνης the predictive province of astrology, Id.19.530.
German (Pape)
[Seite 737] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
προορᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ταχὺς εἰς τὸ νὰ προΐδῃ τι, προβλεπτικός, Ἀριστ. π. Μαντικῆς 2. 2· τῶν ἀδήλων Φίλων 2. 176· τὸ πρ. μέρος τῆς τέχνης, τῆς ἰατρικῆς τὸ προληπτικὸν τῆς ἀσθενείας, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 302. 82.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προορατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προορῶ
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, ο προνοητικός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προορατικόν
η ικανότητα πρόβλεψης
αρχ.
φρ. «τὸ προορατικὸν μέρος τῆς τέχνης» — η προφητική ικανότητα στην αστρολογία.
επίρρ...
προορατικῶς Μ
με προορατικότητα.