προπαροξύτονος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(c2) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] auf der antepenultima mit dem Acutus bezeichnet, Gramm. u. Schol., bes. im adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] auf der antepenultima mit dem Acutus bezeichnet, Gramm. u. Schol., bes. im adv. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[προπαροξύτονος]], -ον, ΝΜΑ [[παροξύτονος]]<br />(για [[λέξη]]) αυτός που τονίζεται με [[οξεία]] στην [[προπαραλήγουσα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προπαροξυτόνως]] Α<br />με [[οξεία]] στην [[προπαραλήγουσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with the acute on the antepenultimate, D.T.p.108 U., Theognost. Can.67. Adv. -νως Hermog.Stat.2, Phryn.115.
German (Pape)
[Seite 739] auf der antepenultima mit dem Acutus bezeichnet, Gramm. u. Schol., bes. im adv.
Greek Monolingual
-η, -ο / προπαροξύτονος, -ον, ΝΜΑ παροξύτονος
(για λέξη) αυτός που τονίζεται με οξεία στην προπαραλήγουσα.
επίρρ...
προπαροξυτόνως Α
με οξεία στην προπαραλήγουσα.