προσκαταλύω: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
(6_1) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκαταλύω''': [[διαλύω]] [[προσέτι]], Δίων Κ. 47. 32. | |lstext='''προσκαταλύω''': [[διαλύω]] [[προσέτι]], Δίων Κ. 47. 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλύω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[διαλύω]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[ολοκληρώνω]] μια [[καταστροφή]] («τὸν ἀπειρηκότα αὐχένα μείζονι κακῷ τούτῳ προσκατέλυε», Λιβάν.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A undo or dissolve besides, D.C.47.32; complete the ruin of, Lib.Or.28.15.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταλύω: διαλύω προσέτι, Δίων Κ. 47. 32.
Greek Monolingual
Α
1. καταλύω επί πλέον
2. διαλύω επί πλέον
3. ολοκληρώνω μια καταστροφή («τὸν ἀπειρηκότα αὐχένα μείζονι κακῷ τούτῳ προσκατέλυε», Λιβάν.).