προσκόσμημα: Difference between revisions
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(6_22) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκόσμημα''': τό, πρόσθετον [[κόσμημα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1104, 3080. | |lstext='''προσκόσμημα''': τό, πρόσθετον [[κόσμημα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1104, 3080. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[προσκοσμῶ]]<br />πρόσθετο [[κόσμημα]], [[στόλισμα]] («[[προσκόσμημα]] τῆς Ἀρτέμιδος», <b>επιγρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A additional ornament, Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A.D.), IG4.203.9 (Corinth, ii A.D.), CIG 3080.5 (Teos); π. τῆς Ἀρτέμιδος prob. in BMus.Inscr.481*.530 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 770] τό, hinzugefügter Schmuck, Schol. Plat. Rep. IV, 167.
Greek (Liddell-Scott)
προσκόσμημα: τό, πρόσθετον κόσμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104, 3080.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α προσκοσμῶ
πρόσθετο κόσμημα, στόλισμα («προσκόσμημα τῆς Ἀρτέμιδος», επιγρ.).