προσκαταμένω: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(6_1) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκαταμένω''': [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, προσκατέμεινα δὲ [[αὐτόθι]] τὸν τρίτον ἐνιαυτὸν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. [XIV], 17. | |lstext='''προσκαταμένω''': [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ [[προσέτι]] ἢ ἐπὶ πλέον, προσκατέμεινα δὲ [[αὐτόθι]] τὸν τρίτον ἐνιαυτὸν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. [XIV], 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[διαμένω]], [[παραμένω]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταμένω]] «[[διαμένω]], [[παραμένω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A remain at a place afterwards, αὐτόθι Hyp.Lyc. 17.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταμένω: διαμένω ἔν τινι τόπῳ προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, προσκατέμεινα δὲ αὐτόθι τὸν τρίτον ἐνιαυτὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. [XIV], 17.
Greek Monolingual
Α
διαμένω, παραμένω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταμένω «διαμένω, παραμένω»].