προσεπιθλίβω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_3)
(34)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεπιθλίβω''': [ῑ], ἐπιθλίβω, [[πιέζω]] [[προσέτι]], Εὐμάθ. σ. 18.
|lstext='''προσεπιθλίβω''': [ῑ], ἐπιθλίβω, [[πιέζω]] [[προσέτι]], Εὐμάθ. σ. 18.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πιέζω]] [[κάτι]] από [[επάνω]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιθλίβω]] «[[πιέζω]] [[κάτι]] από [[πάνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 761] noch dazu darauf drücken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιθλίβω: [ῑ], ἐπιθλίβω, πιέζω προσέτι, Εὐμάθ. σ. 18.

Greek Monolingual

Α
πιέζω κάτι από επάνω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιθλίβω «πιέζω κάτι από πάνω»].