πτακισμός: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(6_14)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτᾰκισμός''': ὁ, [[δειλία]], Ἡσύχ. ἐν λ. πτάκες.
|lstext='''πτᾰκισμός''': ὁ, [[δειλία]], Ἡσύχ. ἐν λ. πτάκες.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[δειλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πτάκα</i>, αιτ. του αμάρτυρου [[πτάξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[πτώξ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμός μέσω</i> αμάρτυρου ρ. <i>πτακ</i>-<i>ίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτακισμός Medium diacritics: πτακισμός Low diacritics: πτακισμός Capitals: ΠΤΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ptakismós Transliteration B: ptakismos Transliteration C: ptakismos Beta Code: ptakismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A shyness, timidity, ib.1128.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, Schüchternheit, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πτᾰκισμός: ὁ, δειλία, Ἡσύχ. ἐν λ. πτάκες.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + -ισμός μέσω αμάρτυρου ρ. πτακ-ίζω].