πτωχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
(6_13a)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτωχίζω''': μέλλ. -ίσω, ποιῶ πτωχόν, [[κύριος]] πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ Ἑβδ. (Α´ Βασιλ. Β´ 7).
|lstext='''πτωχίζω''': μέλλ. -ίσω, ποιῶ πτωχόν, [[κύριος]] πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ Ἑβδ. (Α´ Βασιλ. Β´ 7).
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πτωχός]]<br />[[καθιστώ]] φτωχό, [[φτωχαίνω]] κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχίζω Medium diacritics: πτωχίζω Low diacritics: πτωχίζω Capitals: ΠΤΩΧΙΖΩ
Transliteration A: ptōchízō Transliteration B: ptōchizō Transliteration C: ptochizo Beta Code: ptwxi/zw

English (LSJ)

   A make poor, Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει LXX 1 Ki. 2.7.

German (Pape)

[Seite 812] zum Bettler machen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχίζω: μέλλ. -ίσω, ποιῶ πτωχόν, κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ Ἑβδ. (Α´ Βασιλ. Β´ 7).

Greek Monolingual

Α πτωχός
καθιστώ φτωχό, φτωχαίνω κάποιον.