πυκνόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνούς, πολλοὺς ὀφθαλμούς, Ἄργου τὰς πυκνοφθάλμους κόρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 16· - ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἔχων πυκνοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ βλαστήματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 1.
|lstext='''πυκνόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνούς, πολλοὺς ὀφθαλμούς, Ἄργου τὰς πυκνοφθάλμους κόρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 16· - ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἔχων πυκνοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ βλαστήματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει [[πολλά]] μπουμπούκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόφθαλμος Medium diacritics: πυκνόφθαλμος Low diacritics: πυκνόφθαλμος Capitals: ΠΥΚΝΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: pyknóphthalmos Transliteration B: pyknophthalmos Transliteration C: pyknofthalmos Beta Code: pukno/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A with thick-set eyes, π. κόραι E.Fr.1063.14.    II of plants, with too many leaf-buds, Thphr.CP3.15.3: Comp., Id.HP 5.4.1.

German (Pape)

[Seite 816] mit dichtstehenden od. vielen Augen, Ἀργοῦ κόραι, Menand. bei Stob. Floril. 74, 27; – mit vielen Augen = Knospen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πυκνούς, πολλοὺς ὀφθαλμούς, Ἄργου τὰς πυκνοφθάλμους κόρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 16· - ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἔχων πυκνοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ βλαστήματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.)
2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].