πυλοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠλοῦχος''': -ον, ὁ ὑποστηρίζων, ὑποβαστάζων τὰς πύλας, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 3. 6, 2.
|lstext='''πῠλοῦχος''': -ον, ὁ ὑποστηρίζων, ὑποβαστάζων τὰς πύλας, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 3. 6, 2.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πυλάοχος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (το αρσ. στον τ. [[πυλάοχος]]) [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ πυλοῡχος</i><br />[[δοκός]] που υποβαστάζει πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλοῦχος Medium diacritics: πυλοῦχος Low diacritics: πυλούχος Capitals: ΠΥΛΟΥΧΟΣ
Transliteration A: pyloûchos Transliteration B: pylouchos Transliteration C: pyloychos Beta Code: pulou=xos

English (LSJ)

ὁ,

   A beam supporting gates, J.AJ3.6.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 817] Thüren, Thore habend, haltend, beschützend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλοῦχος: -ον, ὁ ὑποστηρίζων, ὑποβαστάζων τὰς πύλας, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 3. 6, 2.

Greek Monolingual

και πυλάοχος, -ον, Α
1. (το αρσ. στον τ. πυλάοχος) προσωνυμία του Διονύσου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυλοῡχος
δοκός που υποβαστάζει πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -οῦχος (< ἔχω)].