πυρευτής: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
(6_19)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἁλιεύων ὑπὸ τὸ φῶς πυρσοῦ, [[Πολυδ]]. Α', 96 ([[ἔνθα]] πυριευτής).
|lstext='''πῠρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἁλιεύων ὑπὸ τὸ φῶς πυρσοῦ, [[Πολυδ]]. Α', 96 ([[ἔνθα]] πυριευτής).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[πυριευτής]] Α [[πυρεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ο [[πυροδότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια.
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρευτής Medium diacritics: πυρευτής Low diacritics: πυρευτής Capitals: ΠΥΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pyreutḗs Transliteration B: pyreutēs Transliteration C: pyreftis Beta Code: pureuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who fishes by torchlight, Poll.1.96.

German (Pape)

[Seite 821] ὁ, der Feuer Anzündende, der beim Feuer Etwas thut, bes. der beim Fackellicht Fischende.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁλιεύων ὑπὸ τὸ φῶς πυρσοῦ, Πολυδ. Α', 96 (ἔνθα πυριευτής).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και πυριευτής Α πυρεύω
νεοελλ.
ναυτ. ο πυροδότης
αρχ.
αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια.