πυλαγόρας: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />pylagore, député à l’assemblée de Pyles, <i>ou</i> conseil des Amphictions.<br />'''Étymologie:''' [[Πύλαι]], [[ἀγορεύω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />pylagore, député à l’assemblée de Pyles, <i>ou</i> conseil des Amphictions.<br />'''Étymologie:''' [[Πύλαι]], [[ἀγορεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πυλαγόρος]] και πυλάγορος και [[πυληγόρος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ πυλαγόραι</i><br />οι [[τρεις]] αντιπρόσωποι [[κάθε]] πόλης στο αμφικτιονικό [[συνέδριο]] οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα της πόλης από την οποία εξελέγησαν<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πυληγόροι<br />τελῶναι, καὶ οἱ τῶν πανηγύρεων ἐπιμεληταί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πύλαι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγόρας</i> / -<i>αγορος</i> / -<i>ηγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]] / [[ἄγορος]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>λαβρ</i>-<i>αγόρης</i>, <i>βουλ</i>-<i>ηγόρος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, ein als Redner zur Versammlung der Amphiktyonen nach Pylä Abgesandter; übh. Gesandter eines hellenischen Staates bei der amphiktyonischen Bundesversammlung, Dem. 18, 149; ἔδοξε τοῖς πυλαγόραις (Bekker πυλαγόροις, wie Aesch. 3, 113 πυλαγόρων) καὶ τοῖς συνέδροις τῶν Ἀμφικτυόνων, ib. 154, vgl. 155.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pylagore, député à l’assemblée de Pyles, ou conseil des Amphictions.
Étymologie: Πύλαι, ἀγορεύω.
Greek Monolingual
και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α
1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι
οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα της πόλης από την οποία εξελέγησαν
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι
τελῶναι, καὶ οἱ τῶν πανηγύρεων ἐπιμεληταί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλαι + -αγόρας / -αγορος / -ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. λαβρ-αγόρης, βουλ-ηγόρος)].