ἄγορος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ὁ, = ἀγορά, used only by E. in lyr., generally in plural, as IT 1096, El.723, Andr.1037; sg. only HF412 ἄγορον ἁλίσας φίλων.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
siempre lír.
1 grupo ἄγορον ἁλίσας φίλων E.HF 412.
2 en plu. asambleas, reuniones Ἑλλάνων E.IT 1096, Andr.1038, cf. El.724.
• Diccionario Micénico: a-ko-ro (?).
German (Pape)
[Seite 21] ὁ, = ἀγορά, Eur. Herc. Fur. 412, im plur. Iph. T. 1096 El. 723 Andr. 1034, nur lyrisch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
assemblée.
Étymologie: ἀγορά.
Russian (Dvoretsky)
ἄγορος: ὁ Eur. = ἀγορά 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγορος: ὁ, = ἀγορά· εὕρηται μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις τοῦ Εὐρ., καὶ ἀεὶ κατὰ πληθ. (Ἰ. Τ. 1096., Ἠλ. 723., Ἀνδρ. 1037), ἐκτὸς ἐν Ἡρ. Μαιν. 412, ἔνθα ἀπαντᾷ ἑνικῶς ἄγορον ἁλίσας φίλων.
Greek Monotonic
ἄγορος: ὁ = ἀγορά, σε Ευρ.