Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρίβλητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(6_17)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρίβλητος''': -ον, ὁ βληθείς, κτυπηθεὶς διὰ [[πυρός]], Νόνν. Δ. 8. 355· μεταφ., ὁ πυρέσσων, Νικ. Θηρ. 774. ΙΙ. ἐνεργ. = [[πυροβόλος]]· ἀκίδες Ἀνθ. Π. 12. 76, Νόνν. Δ. 30. 91.
|lstext='''πῠρίβλητος''': -ον, ὁ βληθείς, κτυπηθεὶς διὰ [[πυρός]], Νόνν. Δ. 8. 355· μεταφ., ὁ πυρέσσων, Νικ. Θηρ. 774. ΙΙ. ἐνεργ. = [[πυροβόλος]]· ἀκίδες Ἀνθ. Π. 12. 76, Νόνν. Δ. 30. 91.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που βάλλεται με τη [[χρήση]] φωτιάς<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που εκτοξεύει [[φωτιά]] («πυρίβλητοι ἀκίδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει πυρετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>βλητος</i>, <i>χιονό</i>-<i>βλητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβλητος Medium diacritics: πυρίβλητος Low diacritics: πυρίβλητος Capitals: ΠΥΡΙΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pyríblētos Transliteration B: pyriblētos Transliteration C: pyrivlitos Beta Code: puri/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A struck by fire, Nonn.D.8.355: metaph., fevered, Nic.Th.774.    II Act.,= πυροβόλος, ἀκίδες AP12.76 (Mel.), cf. Nonn.D.30.91.

German (Pape)

[Seite 822] mit Feuer geworfen; Nic. Ther. 774; Maneth. 4, 421; – ἀκίδες, Mel. 17 (XII, 76), akt., = πυροβόλος.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβλητος: -ον, ὁ βληθείς, κτυπηθεὶς διὰ πυρός, Νόνν. Δ. 8. 355· μεταφ., ὁ πυρέσσων, Νικ. Θηρ. 774. ΙΙ. ἐνεργ. = πυροβόλος· ἀκίδες Ἀνθ. Π. 12. 76, Νόνν. Δ. 30. 91.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. (με παθ. σημ.) αυτός που βάλλεται με τη χρήση φωτιάς
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εκτοξεύει φωτιά («πυρίβλητοι ἀκίδες», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
μτφ. αυτός που έχει πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνό-βλητος, χιονό-βλητος].