πυρσευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(6_15) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρσευτήρ''': ὁ, ὁ θερμαίνων λουτρά, κτλ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτικ. 1. 11. | |lstext='''πυρσευτήρ''': ὁ, ὁ θερμαίνων λουτρά, κτλ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτικ. 1. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που θερμαίνει τα λουτρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουλευ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who heats a bath, Aret.SD 1.11.
German (Pape)
[Seite 825] ῆρος, ὁ, λουτρῶν, Heizer der Backöfen, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
πυρσευτήρ: ὁ, ὁ θερμαίνων λουτρά, κτλ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτικ. 1. 11.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που θερμαίνει τα λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βουλευ-τήρ)].