πωρίασις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_8)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πωρίᾱσις''': -εως, ἡ, σχηματισμὸς πώρου ἐντὸς τῶν βλεφάρων, Γαλην. τ. 14, σ. 767, 11. Κεφάλ. ις΄ [περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων παθῶν]. Ἔκδ. Kühn.
|lstext='''πωρίᾱσις''': -εως, ἡ, σχηματισμὸς πώρου ἐντὸς τῶν βλεφάρων, Γαλην. τ. 14, σ. 767, 11. Κεφάλ. ις΄ [περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων παθῶν]. Ἔκδ. Kühn.
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α<br />[[απόστημα]] τών οστών του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πωριῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i> δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρρωστ</i>-<i>ιῶ</i>, <i>ναυτ</i>-<i>ιῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωρίᾱσις Medium diacritics: πωρίασις Low diacritics: πωρίασις Capitals: ΠΩΡΙΑΣΙΣ
Transliteration A: pōríasis Transliteration B: pōriasis Transliteration C: poriasis Beta Code: pwri/asis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A callus on the eyelid, Gal.14.767.

Greek (Liddell-Scott)

πωρίᾱσις: -εως, ἡ, σχηματισμὸς πώρου ἐντὸς τῶν βλεφάρων, Γαλην. τ. 14, σ. 767, 11. Κεφάλ. ις΄ [περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων παθῶν]. Ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α
απόστημα τών οστών του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πωριῶ < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. -ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ-ιῶ, ναυτ-ιῶ].