πύτινος: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6_3) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύτῑνος''': [ῠ], ὁ, [[ὄνομα]] ἰχθύος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἁλιευτικῷ Νουμηνίου παρ’ Ἀθην. 327F, πρβλ. 304Ε. (Ἴσως ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]]). | |lstext='''πύτῑνος''': [ῠ], ὁ, [[ὄνομα]] ἰχθύος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἁλιευτικῷ Νουμηνίου παρ’ Ἀθην. 327F, πρβλ. 304Ε. (Ἴσως ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δ. γρφ. [[πίτυνος]], ἡ, Α<br />[[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[πυτίνη]], λόγω του σχήματος του ψαριού]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ὁ, name of a
A fish, prob.l. in Numen. ap. Ath.7.327f (written πίτυνος ib.304e); cf. Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
πύτῑνος: [ῠ], ὁ, ὄνομα ἰχθύος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἁλιευτικῷ Νουμηνίου παρ’ Ἀθην. 327F, πρβλ. 304Ε. (Ἴσως ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ).
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πίτυνος, ἡ, Α
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πυτίνη, λόγω του σχήματος του ψαριού].