πύτινος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύτῑνος Medium diacritics: πύτινος Low diacritics: πύτινος Capitals: ΠΥΤΙΝΟΣ
Transliteration A: pýtinos Transliteration B: pytinos Transliteration C: pytinos Beta Code: pu/tinos

English (LSJ)

[ῡ], ὁ, name of a fish, prob.l. in Numen. ap. Ath.7.327f (written πίτυνος ib.304e); cf. Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

πύτῑνος: [ῠ], ὁ, ὄνομα ἰχθύος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἁλιευτικῷ Νουμηνίου παρ’ Ἀθην. 327F, πρβλ. 304Ε. (Ἴσως ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ).

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πίτυνος, ἡ, Α
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πυτίνη, λόγω του σχήματος του ψαριού].