ρηγμίν: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

και ῥηγμίς, -ῑνος, ή, Α
1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες
τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας»
3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» — το τέλος της ζωής, ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ρήγνυμι με επίθημα -(μ)ίς, -ῖνος (πρβλ. στα-μίς: ἵστημι) ή αναλογικά προς τον τ. θίν / θίς, θινός «ακτή, παραλία»].