ριζηδόν: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

ῥιζηδὸν ΝΑ
επίρρ. νεοελλ. από τη ρίζα, σύρριζα
αρχ.
όπως οι ρίζες («ῥιζηδὸν πλεκόμενοι», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].