ῥιζόφυτος: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_18) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥιζόφῠτος''': -ον, ὁ φυόμενος, φυτρώνων ἀπὸ τῆς ῥίζης, Ὄκελλος Λευκανὸς 13, σ. 513. | |lstext='''ῥιζόφῠτος''': -ον, ὁ φυόμενος, φυτρώνων ἀπὸ τῆς ῥίζης, Ὄκελλος Λευκανὸς 13, σ. 513. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυτρώνει από τη [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b><i>ελαιό</i>-<i>φυτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A growing from a root, Ocell. 1.13.
German (Pape)
[Seite 843] aus der Wurzel, mit der Wurzel wachsend, Sp. Vgl. ῥιζοφοίτητος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζόφῠτος: -ον, ὁ φυόμενος, φυτρώνων ἀπὸ τῆς ῥίζης, Ὄκελλος Λευκανὸς 13, σ. 513.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φυτρώνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ.ελαιό-φυτος].