ῥυπαρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(6_17) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῠπᾰρόβιος''': -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, [[ἀγενής]], πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289. | |lstext='''ῥῠπᾰρόβιος''': -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, [[ἀγενής]], πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[ῥυπαρόβιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥυπαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>βιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of sordid life, Vett.Val.16.22.
German (Pape)
[Seite 852] schmutzig lebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπᾰρόβιος: -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, ἀγενής, πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289.
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥυπαρόβιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -βιος (< βίος), πρβλ. μακρό-βιος].