σαγματοποιός: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(6_15)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαγματοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάων σάγματα, «σαμαρᾶς», Γλωσσ.
|lstext='''σαγματοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάων σάγματα, «σαμαρᾶς», Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[κατασκευαστής]] σαγμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαγμᾰτοποιός Medium diacritics: σαγματοποιός Low diacritics: σαγματοποιός Capitals: ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sagmatopoiós Transliteration B: sagmatopoios Transliteration C: sagmatopoios Beta Code: sagmatopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A saddler, Stud.Pal.3.119 (vi A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 857] Saumsattel machend (?).

Greek (Liddell-Scott)

σαγματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάων σάγματα, «σαμαρᾶς», Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο κατασκευαστής σαγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + -ποιός].