σαβούρα: Difference between revisions
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
(6_9) |
(36) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαβούρα''': ἡ, = Λατ. saburra, [[Νεῖλος]], πρβλ. Α. Β. 401· σάβουρος, ον, [[κενός]], Ἐκκλ. | |lstext='''σαβούρα''': ἡ, = Λατ. saburra, [[Νεῖλος]], πρβλ. Α. Β. 401· σάβουρος, ον, [[κενός]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[έρμα]] πλοίου, δηλ. πρόσθετο [[βάρος]] για τη [[διατήρηση]] της σταθερότητάς του<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έρμα]] αεροστάτου<br /><b>2.</b> (μτφ. α) [[πράγμα]] άχρηστο που δεν έχει καμία [[αξία]], απόριμμα<br />β) (υποτιμητικά) [[άνθρωπος]] κατώτερης κοινωνικής τάξης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σαβούρα]] θέλει το [[καράβι]]» — το [[στομάχι]] χρειάζεται [[τροφή]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[τροφή]] κακής ποιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>saburra</i> «[[έρμα]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
σαβούρα: ἡ, = Λατ. saburra, Νεῖλος, πρβλ. Α. Β. 401· σάβουρος, ον, κενός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
έρμα πλοίου, δηλ. πρόσθετο βάρος για τη διατήρηση της σταθερότητάς του
/ νεοελλ.
1. έρμα αεροστάτου
2. (μτφ. α) πράγμα άχρηστο που δεν έχει καμία αξία, απόριμμα
β) (υποτιμητικά) άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής τάξης
3. φρ. «σαβούρα θέλει το καράβι» — το στομάχι χρειάζεται τροφή
νεοελλ.-μσν.
μτφ. τροφή κακής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saburra «έρμα»].