σακκίον: Difference between revisions

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
(6_5)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σακκίον''': Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάκκος]] ἢ [[σάκος]], μικρὸς [[σάκκος]], Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· [[σακίον]], ἐν οἷσπερ [[τἀργύριον]] ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., [[ἔνδυμα]] τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· [[πένθος]], Βυζ.
|lstext='''σακκίον''': Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάκκος]] ἢ [[σάκος]], μικρὸς [[σάκκος]], Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· [[σακίον]], ἐν οἷσπερ [[τἀργύριον]] ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., [[ἔνδυμα]] τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· [[πένθος]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[σακίον]], τὸ Α<br /><b>βλ.</b> [[σακί]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκίον Medium diacritics: σακκίον Low diacritics: σακκίον Capitals: ΣΑΚΚΙΟΝ
Transliteration A: sakkíon Transliteration B: sakkion Transliteration C: sakkion Beta Code: sakki/on

English (LSJ)

Att. σᾰκίον, τό, Dim. of σάκκος or σάκος,

   A small bag, σ. θερμά poultices, Hp.Loc.Hom.39, cf. X.An.4.5.36, Ostr.Bodl. i 321 (ii B.C., -κκ-), Dsc.5.109; σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται a bag, such as those in which... Ar.Fr.328.    2 later, sackcloth, mourning, Men.544.4, J.AJ2.3.4, Plu.2.168d.

German (Pape)

[Seite 858] att. σάκιον, τό (s. oben), dim. von σάκκος, kleiner Sack, Beutel; Xen. An. 4, 5, 36, D. Sic. 13, 106, kleiner Durchschlag, kleines Seihetuch. – Die Betonung σάκκιον ist falsch.

Greek (Liddell-Scott)

σακκίον: Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ σάκκοςσάκος, μικρὸς σάκκος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., ἔνδυμα τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· πένθος, Βυζ.

Greek Monolingual

και αττ. τ. σακίον, τὸ Α
βλ. σακί.