σαρκαστικός: Difference between revisions
From LSJ
(c1) |
(36) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] zum zornigen Hohnlachen gehörig, höhnend, bitter spottend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] zum zornigen Hohnlachen gehörig, höhnend, bitter spottend, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σαρκασμό ή στον σαρκαστή<br /><b>2.</b> αυτός που λέγεται ή γίνεται με σαρκασμό, [[ειρωνικός]], [[χλευαστικός]] («σαρκαστικό [[γέλιο]]»). Επιρρ. <i>σαρκαστικώς</i> και <i>σαρκαστικά</i> Ν<br />με σαρκασμό, με [[ειρωνεία]], με σκωπτική [[διάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαρκαστής]]. Το επίθ. [[σαρκαστικός]] μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη, ενώ το επίρρ. <i>σαρκαστικώς</i> από το 1851 στον Ν. Δραγούμη]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 863] zum zornigen Hohnlachen gehörig, höhnend, bitter spottend, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σαρκασμό ή στον σαρκαστή
2. αυτός που λέγεται ή γίνεται με σαρκασμό, ειρωνικός, χλευαστικός («σαρκαστικό γέλιο»). Επιρρ. σαρκαστικώς και σαρκαστικά Ν
με σαρκασμό, με ειρωνεία, με σκωπτική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκαστής. Το επίθ. σαρκαστικός μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη, ενώ το επίρρ. σαρκαστικώς από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].