Σεβαστεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6_22)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''Σεβαστεῖον''': τό, ναὸς τοῦ Σεβαστοῦ, δηλ. τοῦ Αὐγούστου, Φίλων 2. 567 (κοινῶς -άστιον)· [[ὡσαύτως]], Σεβάστειος ναὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2839. Ι. Σεβαστεῖα, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, [[αὐτόθι]] 1186. 7, 10· φέρεται Σεβαστά, [[αὐτόθι]] 2810b. 13 (σ. 1112)· πρβλ. [[σεβάσμιος]] ΙΙ. 2.
|lstext='''Σεβαστεῖον''': τό, ναὸς τοῦ Σεβαστοῦ, δηλ. τοῦ Αὐγούστου, Φίλων 2. 567 (κοινῶς -άστιον)· [[ὡσαύτως]], Σεβάστειος ναὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2839. Ι. Σεβαστεῖα, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, [[αὐτόθι]] 1186. 7, 10· φέρεται Σεβαστά, [[αὐτόθι]] 2810b. 13 (σ. 1112)· πρβλ. [[σεβάσμιος]] ΙΙ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=και Σεβάστιον, τὸ, Α [[σεβαστός]]<br /><b>1.</b> [[ναός]] του αυτοκράτορα, του Σεβαστού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ Σεβαστεῑα</i><br />αγώνες [[προς]] τιμήν του αυτοκράτορα, αλλ. Σεβάσμια ή Σεβαστά.
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σεβαστεῖον Medium diacritics: Σεβαστεῖον Low diacritics: Σεβαστείον Capitals: ΣΕΒΑΣΤΕΙΟΝ
Transliteration A: Sebasteîon Transliteration B: Sebasteion Transliteration C: Sevasteion Beta Code: *sebastei=on

English (LSJ)

τό,

   A temple of Σεβαστός, i.e. Augustus, Ph.2.567 (vulg. -άστιον); also Σεβάστειος ναός CIG2839 (Aphrodisias).    II Σεβαστεῖα, τά, games in honour of the Emperor, SIG802 A 14 (Delph., i A.D.), IG4.795 (Troezen, ii A.D.); so in sg., Sardis 7(1).79 C 21 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 867] τό, Tempel, Heiligthum des Augustus, Σεβαστός, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

Σεβαστεῖον: τό, ναὸς τοῦ Σεβαστοῦ, δηλ. τοῦ Αὐγούστου, Φίλων 2. 567 (κοινῶς -άστιον)· ὡσαύτως, Σεβάστειος ναὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 2839. Ι. Σεβαστεῖα, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, αὐτόθι 1186. 7, 10· φέρεται Σεβαστά, αὐτόθι 2810b. 13 (σ. 1112)· πρβλ. σεβάσμιος ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

και Σεβάστιον, τὸ, Α σεβαστός
1. ναός του αυτοκράτορα, του Σεβαστού
2. στον πληθ. τὰ Σεβαστεῑα
αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα, αλλ. Σεβάσμια ή Σεβαστά.