σελίνινος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_3)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σελίνῐνος''': [ῑ], -η, -ον, ὁ ἐκ σελίνου, Λατ. apiaceus, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1232· ἀλλ’ ὁ Toup εἰς Σουΐδ. προτείνει [[σεληναῖος]], ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τῆς σελήνης.
|lstext='''σελίνῐνος''': [ῑ], -η, -ον, ὁ ἐκ σελίνου, Λατ. apiaceus, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1232· ἀλλ’ ὁ Toup εἰς Σουΐδ. προτείνει [[σεληναῖος]], ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τῆς σελήνης.
}}
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, ΜΑ [[σέλινον]]<br />αυτός που αποτελείται από [[σέλινο]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελῑνῐνος Medium diacritics: σελίνινος Low diacritics: σελίνινος Capitals: ΣΕΛΙΝΙΝΟΣ
Transliteration A: selíninos Transliteration B: selininos Transliteration C: selininos Beta Code: seli/ninos

English (LSJ)

ον,

   A of celery, τράπεζας σελινίνους Tz.ad Lyc.1232 (but σελιγνίας wheaten (acc. pl.) seems prob.: vv.ll. σελινίας, σελινίνας) ; σ. [ἔλαιον] cj. in Sor.2.24 (σελήνου cod.).

German (Pape)

[Seite 870] von Eppich gemacht; τράπεζα, D. L. 3, 2; vgl. D. Hal. 1, 55; Tzetz. Lycophr. 1232.

Greek (Liddell-Scott)

σελίνῐνος: [ῑ], -η, -ον, ὁ ἐκ σελίνου, Λατ. apiaceus, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1232· ἀλλ’ ὁ Toup εἰς Σουΐδ. προτείνει σεληναῖος, ἔχων τὸ σχῆμα τῆς σελήνης.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, ΜΑ σέλινον
αυτός που αποτελείται από σέλινο.