σιγηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(6_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑγηρός''': -ά, -όν, ἧττον Ἀττικ. ἀντὶ τοῦ [[σιγηλός]], Μενάνδρ. Μονόστιχ. 167· ἀντίθετον τῷ [[φλύαρος]], [[λάλος]], γυνὴ Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚϚ΄, 14). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγηλῶς· ἡσύχως».
|lstext='''σῑγηρός''': -ά, -όν, ἧττον Ἀττικ. ἀντὶ τοῦ [[σιγηλός]], Μενάνδρ. Μονόστιχ. 167· ἀντίθετον τῷ [[φλύαρος]], [[λάλος]], γυνὴ Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚϚ΄, 14). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγηλῶς· ἡσύχως».
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />(<b>αττ. τ.</b>) [[σιγηλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιγηρῶς</i> Α<br />με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οκν</i>-<i>ηρός</i>, <i>σιωπ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγηρός Medium diacritics: σιγηρός Low diacritics: σιγηρός Capitals: ΣΙΓΗΡΟΣ
Transliteration A: sigērós Transliteration B: sigēros Transliteration C: sigiros Beta Code: sighro/s

English (LSJ)

ά, όν, less Att. form for σιγηλός, Men.Mon.167, Hp.Ep.12; opp. talkative,

   A γυνή LXX Si. 26.14. Adv. -ρῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 878] sär σιγηλός, minder gute attische Form, Brunck sent. sing. 454.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγηρός: -ά, -όν, ἧττον Ἀττικ. ἀντὶ τοῦ σιγηλός, Μενάνδρ. Μονόστιχ. 167· ἀντίθετον τῷ φλύαρος, λάλος, γυνὴ Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚϚ΄, 14). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγηλῶς· ἡσύχως».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(αττ. τ.) σιγηλός.
επίρρ...
σιγηρῶς Α
με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα -ηρός (πρβλ. οκν-ηρός, σιωπ-ηρός)].