σιγηρός

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγηρός Medium diacritics: σιγηρός Low diacritics: σιγηρός Capitals: ΣΙΓΗΡΟΣ
Transliteration A: sigērós Transliteration B: sigēros Transliteration C: sigiros Beta Code: sighro/s

English (LSJ)

ά, όν, less Att. form for σιγηλός, Men.Mon.167, Hp.Ep.12; opp. talkative, γυνή LXX Si. 26.14. Adv. σιγηρῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 878] sär σιγηλός, minder gute attische Form, Brunck sent. sing. 454.

Russian (Dvoretsky)

σῐγηρός: Men. = σιγηλός.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγηρός: -ά, -όν, ἧττον Ἀττικ. ἀντὶ τοῦ σιγηλός, Μενάνδρ. Μονόστιχ. 167· ἀντίθετον τῷ φλύαρος, λάλος, γυνὴ Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚϚ΄, 14). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγηλῶς· ἡσύχως».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(αττ. τ.) σιγηλός.
επίρρ...
σιγηρῶς Α
με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα -ηρός (πρβλ. οκνηρός, σιωπηρός)].

Greek Monotonic

σῑγηρός: -ά, -όν, μεταγεν. τύπος αντί σιγηλός, σε Μένανδρ.

Middle Liddell

σῑγηρός, ή, όν later form for σιγηλός, Menand.]