σιδηρότροχος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(6_17)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηρότροχος''': -ον, ὁ ἔχων [[σιδηροῦς]] τροχούς, [[ἅμαξα]] Σουΐδ.
|lstext='''σῐδηρότροχος''': -ον, ὁ ἔχων [[σιδηροῦς]] τροχούς, [[ἅμαξα]] Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σιδερένιους τροχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τροχός]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρί</i>-<i>τροχος</i>).
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρότροχος Medium diacritics: σιδηρότροχος Low diacritics: σιδηρότροχος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: sidērótrochos Transliteration B: sidērotrochos Transliteration C: sidirotrochos Beta Code: sidhro/troxos

English (LSJ)

ον,

   A with iron wheels, ἅμαξαι Suid. s.v. περίγρα.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρότροχος: -ον, ὁ ἔχων σιδηροῦς τροχούς, ἅμαξα Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένιους τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τροχος (< τροχός), πρβλ. πυρί-τροχος).