σιτόκουρος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ [[μάτην]] τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.
|lstext='''σῑτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ [[μάτην]] τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, [[χαραμοφάης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] «[[κόψιμο]], [[αποκοπή]], [[κούρεμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βιό</i>-<i>κουρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτόκουρος Medium diacritics: σιτόκουρος Low diacritics: σιτόκουρος Capitals: ΣΙΤΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: sitókouros Transliteration B: sitokouros Transliteration C: sitokouros Beta Code: sito/kouros

English (LSJ)

ον, (κείρω)

   A consuming bread and doing nothing else, wastrel. Alex.177, Men.244, 420.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide fressend, bes. ein unnützer Mensch, ein Brotfresser, fruges consumere natus, Menand. bei Ath. VI, 247 e.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ μάτην τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, χαραμοφάης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κουρος (< κουρά «κόψιμο, αποκοπή, κούρεμα»), πρβλ. βιό-κουρος].