σκαληνής: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_7) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκᾰληνής''': -ές, = [[σκαληνός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. σκαληνόν). | |lstext='''σκᾰληνής''': -ές, = [[σκαληνός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. σκαληνόν). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες, Α<br />[[σκαληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[σκαληνός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,= σκαληνός, Arist.AP0.74a27, Ph.224a5 (in both places with
A v.l. σκαληνόν).
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰληνής: -ές, = σκαληνός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. σκαληνόν).
Greek Monolingual
-ες, Α
σκαληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα].