σκήνωσις: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
(6_10)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκήνωσις''': ἡ, ἡ κατασκευὴ σκηνῆς ἢ οἰκίας, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 35. ΙΙ. τὸ κατοικεῖν ἐν σκηνῇ ἢ ἐν οἰκίᾳ, Διόδ. 3. 19.
|lstext='''σκήνωσις''': ἡ, ἡ κατασκευὴ σκηνῆς ἢ οἰκίας, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 35. ΙΙ. τὸ κατοικεῖν ἐν σκηνῇ ἢ ἐν οἰκίᾳ, Διόδ. 3. 19.
}}
{{grml
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [<i>σκηνῶ</i> (ΙΙΙ)]<br />[[κατοίκηση]] («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατασκευή]] σκηνής ή οικίας.
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκήνωσις Medium diacritics: σκήνωσις Low diacritics: σκήνωσις Capitals: ΣΚΗΝΩΣΙΣ
Transliteration A: skḗnōsis Transliteration B: skēnōsis Transliteration C: skinosis Beta Code: skh/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A construction of a tent or house, Agatharch.47 (pl.).    II dwelling in one, LXX 2 Ma. 14.35, D.S.3.19, Sammelb.3924.7 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, das Aufschlagen eines Zeltes, einer Hütte, das Wohnen darin, D. Sic. 3, 20.

Greek (Liddell-Scott)

σκήνωσις: ἡ, ἡ κατασκευὴ σκηνῆς ἢ οἰκίας, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 35. ΙΙ. τὸ κατοικεῖν ἐν σκηνῇ ἢ ἐν οἰκίᾳ, Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκηνῶ (ΙΙΙ)]
κατοίκηση («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.)
αρχ.
κατασκευή σκηνής ή οικίας.