σκηνουργός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(6_14) |
(37) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηνουργός''': ὁ, [[δραματουργός]], ἐν μεταφορ. σημασίᾳ, Μ. Ψελλός ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τ. Δ΄, σ. 171. | |lstext='''σκηνουργός''': ὁ, [[δραματουργός]], ἐν μεταφορ. σημασίᾳ, Μ. Ψελλός ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τ. Δ΄, σ. 171. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ<br /><b>μτφ.</b> αυτός που προξενεί [[κάτι]], [[αίτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
σκηνουργός: ὁ, δραματουργός, ἐν μεταφορ. σημασίᾳ, Μ. Ψελλός ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τ. Δ΄, σ. 171.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
μτφ. αυτός που προξενεί κάτι, αίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].